ΚΥΡΙΕ ΚΟΥΝΔΟΥΡΕ, ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ!
του ΜΑΝΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ

Κύριε Κούνδουρε καλησπέρα σας.
Δεν είμαι κριτικός. Ούτε ιστορικός του κινηματογράφου. Ίσως ούτε πια σκηνοθέτης. Γι’ αυτό θα μιλήσω ως θεατής. Ως θεατής των ταινιών και της ζωής σας.
 
Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το 1969. Εσείς ήσασταν στο Παρίσι κι εγώ στην Αθήνα, σε μια σκοτεινή αίθουσα, σε μια σκοτεινή εποχή. Ήταν μια προβολή του Δράκου στο Studio της οδού Τρικόρφων που λειτουργούσε τότε, περίπου σαν κρυφό σχολειό. Εγώ έφηβος μιας γενιάς ακαθοδήγητης που ζούσε μέσα στο φόβο, αγαπούσα με πάθος τον κινηματογράφο. Ζούσα καταβροχθίζοντας εικόνες με μανία και μέσα σε κείνη την αγωνία, σας γνώρισα ένα βράδυ πίσω από τα καρέ του Δράκου, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα με έκπληξη ένα κινηματογράφο ελληνικό, όμορφο, αυθεντικό, σπουδαίο και εν τέλει χαρισματικό, αφού μπόρεσε να διαλύσει το φόβο μου όσο κρατούσε το θαύμα. Καιρό αργότερα ξαναβρήκα την ίδια μαγική συνταγή στους δρόμους της Μαγικής σας Πόλης και πάλι συνάντησα το μυστικό της στις Μικρές αλλά και παγανιστικές, άσπρες και μαύρες Αφροδίτες σας.
 
Ύστερα ήρθε η μεταπολίτευση και η φυσική σας παρουσία εγκαταστάθηκε επιβλητική και απρόσιτη σ’ ένα τραπεζάκι του «Βρούτου» στο Λόφο του Στρέφη, και βάλθηκε να ξαναγράφει αντίστροφα με το δικό της τρόπο, την ιστορία. Από τη Σμύρνη του 1922 παλινδρόμησε στο Μεσολόγγι ένα αιώνα νωρίτερα, με ενδιάμεσο σταθμό ένα Μπορντέλο, στην Κρήτη. Μια διαδρομή από κόλαση σε κόλαση χωρίς καθαρτήριο, ολοκλήρωσε τις πρώτες εφηβικές μου υποψίες.
 
Ένας κινηματογράφος πυκνός, σκοτεινός, δραματικός, από το νεορεαλισμό της Μαγικής Πόλης ως τον υπαρξιακό εξπρεσιονισμό του Byron, να ωριμάζει στα ίδια χνάρια έχοντας στο κέντρο του την ίδια έμμονη ιδέα και στα σπλάχνα του το σπέρμα του τραγικού, αφού κοινό θέμα παντού είναι ο άνθρωπος στο δόκανο της αδυσώπητης μοίρας του, παρεξηγημένος, κυνηγημένος, πρόσφυγας. Και δε μιλώ μόνο για τους Μικρασιάτες του 1922 ή της Μαγικής Πόλης, μα και για τον Βύρωνα, που ήρθε πρόσφυγας στο Μεσολόγγι και για τα γυμνά κορίτσια του Μπορντέλου – που στέγασαν τη δική τους προσφυγιά σε ξένα σώματα. Μιλώ, ακόμα, και για το Δράκο, που υπήρξε κι αυτός πρόσφυγας μέσα στον ίδιο του το ρόλο.
 
Αυτά είχα να πω, ως θεατής, για τις ταινίες σας, Κύριε Κούνδουρε.
Και θα σταματούσα εδώ Νίκο αν η τύχη δε μου έδινε το προνόμιο να γίνω θεατής και της ζωής σου, αφού στο μεταξύ γνωριστήκαμε, γίναμε φίλοι, γείτονες, πρόσωπα οικεία και καθημερινά. Και τότε επιβεβαίωσα κάτι που υποψιαζόμουν από καιρό. Υπάρχουν άνθρωποι με έργο σπουδαίο που όταν τους γνωρίσεις το έργο τους μικραίνει. Υπάρχουν κι άλλοι που όταν τους πλησιάσεις, το έργο τους αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις. Όπως εσύ!
 
Ωστόσο, απόψε θέλω να μιλήσω τη δική του αλήθεια, Νίκο κι όχι να σου φιλοτεχνήσω μια αγιογραφία. Γι’ αυτό σπεύδω αμέσως να πω ότι είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα στον κόσμο να είναι κανείς φίλος σου.
 
Μάλιστα, κυρίες και κύριοι, το να είσαι φίλος του Κούνδουρου απαιτεί υπομονή, αντοχή και ταλέντο - ένα από τα λίγα που αξιοποίησα, εν τέλει, στη ζωή μου. Γι’ αυτό πιστέψτε με! Ο Κούνδουρος είναι δύσκολος, απαιτητικός, θέλει ακρίβεια και αφοσίωση και είναι ανελέητος κριτής των κοντινών του ανθρώπων. Όλα αυτά βέβαια θα ήταν της απελ- πισίας, αν δεν ελάφραιναν μαγικά από το χαμόγελό του, από μια συνεχή διάθεση παιχνιδιού που τα υπονομεύει δη- μιουργικά και από μιαν ειδικού τύπου ψυχική γενναιοδωρία, που εκδηλώνεται αφειδώς, υπό ένα όμως όρο: ο Κούνδουρος είναι, με τον τρόπο του, ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος. Μπορεί να σου χαρίσει το χρόνο του να τον σπαταλήσεις, να σου προσφέρει το κρεβάτι του για να κοιμηθείς, να σου δώσει το πουκάμισό του για να ντυθείς και το φαΐ του για να χορτάσεις, αλλά όλα αυτά πρέπει γίνουν ακριβώς όπως θέλει αυτός, σύμφωνα πάντα με τις απαρέγκλιτες εντολές του σκηνοθέτη. Γιατί, να σας το πω να το μάθετε κι αυτό, ο Κούνδουρος σκηνοθετεί τα πρόσωπα της ζωής του όπως ακριβώς τα πρόσωπα των ταινιών του. Αυτό λοιπόν απαιτεί από τους «οικείους» διαρκή επαγρύπνηση, σεβασμό, αλλά και αυτονομία. Γιατί αν μπεις στη ζωή του Κούνδουρου για να καταθέσεις το θαυμασμό σου κι αρκεστείς σ’ αυτό, θα γίνεις γρήγορα βαρετός και θ’ αποβληθείς αργά ή γρήγορα από το έργο. Για να επιβιώσεις όμως θα πρέπει να μοιάζεις με τους ήρωες των ταινιών του, που είναι όλοι πρόσωπα ατίθασα αλλά ποτέ προδοτικά.
 
Ένα τέτοιο πρόσωπο, ατίθασο αλλά ποτέ προδοτικό θέλω να παραμείνω κοντά σου Νίκο, γιατί –ας σου το πω απόψε και δημόσια- στάθηκες μεγάλο σχολείο στη ζωή μου. Γιατί ανήκεις και συ στα ιερά τέρατα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπως ο Χατζιδάκις και ο Τσαρούχης, που καλλιεργώντας ένα ιδιότυπο «πολιτισμό λόγου» κατάφεραν να είναι παιδευτικοί μέσα στο ιερό καφενείο της καθημερινής συναλλαγής, κάνοντας το έργο τους να μεγαλώνει όταν κανείς τους πλησιάζει.
 
Πριν μερικά χρόνια γνώρισα σ’ ένα φεστιβάλ ένα μύθο του παγκόσμιου σινεμά, τον Αμερικανό σκηνοθέτη Άρθουρ Πενν. Μας σύστησαν, ήμουν πολύ αμήχανος, έπρεπε κάτι να ψελλίσω. Ξεστόμισα την πιο μεγάλη κοινοτοπία, που όμως την εννοούσα απολύτως. «Σας ευχαριστώ -του είπα- που μεγάλωσα με τις ταινίες σας». «Τι περίεργο -απάντησε- ξέρετε κι εγώ με τις ταινίες μου μεγάλωσα».
 
Την ίδια κοινότοπη μα αληθινή φράση θα σου έλεγα μόνο απόψε Νίκο: «Σ’ ευχαριστώ που μεγάλωσα με τις ταινίες σου», αν δεν είχα να προσθέσω κάτι πολύ πιο σημαντικό: «σ’ ευχαριστώ που μεγάλωσα κοντά σου».
 
ΜΑΝΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ
 
ΜΑΚΡΥ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:
Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε σε πολλές τιμητικές εκδηλώσεις για τον Νίκο Κούνδουρο, παρουσία του, κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι χρόνων. Δημοσιεύεται σε έντυπο για πρώτη φορά, εδώ. Και χαίρομαι που το έντυπο αυτό είναι αιγινήτικο, γιατί στην Αίγινα δόθηκε η αφορμή για να διατυπωθούν αυτές οι λίγες κουβέντες που συνοψίζουν τις δυο όψεις μιας στενής φιλίας τριάντα πέντε χρόνων. Να πώς έγινε…

Αφήναμε το σπίτι του Νίκου για να κατεβούμε στο λιμάνι και να πάρουμε το πλοίο για τον Πειραιά. Ήταν καλοκαίρι του 1996 κι ένα από τα πολλά φιλόξενα αιγινήτικα Σαββατοκύριακα που μοιραστήκαμε τότε, έδειχνε πως έφτανε στο τέλος του. «Άκου νεαρέ…», μου είπε ξαφνικά, «…η εκδρομή δεν τελειώνει εδώ. Απόψε το βράδυ, η Κινηματογραφική Λέσχη Δραπετσώνας διοργανώνει εκδήλωση για την αφεν- τιά μου. Θα παιχτεί το “1922”. Θα ’ρθεις…». «Μα την έχω δει αναρίθμητες φορές την ταινία…» ψέλλισα.
«Μη με διακόπτεις… συνέχισε επιτακτικά. Θα ’ρθεις και όχι μόνο θα ’ρθεις, αλλά και θα μιλήσεις».
«Υπό ποιαν ιδιότητα;» έκανα μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγω τη δυσβάστακτη πρόκληση. «Μα είσαι αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου». Ναι, ήμουν. Έμενε η ύστατη αντίρρηση, για την τιμή των όπλων: «Μα δεν έχω το χρόνο…». «Έχεις τρεις ώρες», είπε. Φως-φανάρι: ήταν τελεσίγραφο. Kαι συνθηκολόγησα.

Στο κατάστρωμα της επιστροφής, τα βουνά της Αίγινας ξεμάκραιναν, αχνοφαινόταν ο Πειραιάς με μια υποψία Δραπετσώνας στο βάθος και το μυαλό μου έπαιρνε στροφές σαν την προπέλα του καραβιού. Ήξερα πολύ καλά ότι ο Νίκος δεν είχε ανάγκη από τον δικό μου «έπαινο» και πως η επιμονή του να μιλήσω ήταν, εκτός των άλλων, μια παιγνιώδης απόπειρα να με «στριμώξει», όπως συνήθιζε να κάνει με τους φίλους του. Ένας παραπάνω λόγος να τα βγάλω πέρα, λοιπόν. Δεν πρόλαβα, βέβαια, να βάλω στο χαρτί ούτε λέξη. Το ίδιο βράδυ, ό,τι σκέφτηκα στο μεταξύ, το είπα φωναχτά και «από στήθους» μπροστά στον κόσμο. Όταν τελείωσα, ο Κούνδουρος σηκώθηκε και δήλωσε: «Άκουσα, ζωντανός, τον ιδανικό μου επικήδειο». Αυτό ήταν. Δεν ξέρω πώς ερμήνευσαν αυτό το χρησμό οι άλλοι, αλλά εγώ, επειδή ήξερα καλά τον Κούνδουρο, κατάλαβα πως είναι έπαινος και ότι πέρασα επιτυχώς τη δοκιμασία.

Την άλλη μέρα μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να γράψω όσα είπα και να του δώσω ένα αντίγραφο για το αρχείο του.
Έμελλε, ωστόσο, το κείμενο που προέκυψε – και που του άρεσε, πιστεύω - να μην ξεχαστεί σ’ ένα συρτάρι και να διαβαστεί, όπως το είπα στην αρχή, σ’ ένα σωρό εκδηλώσεις προς τιμήν του, κυρίως σε Δήμους, των οποίων ο αριθμός ολοένα και πλήθαινε και δεν σταματούσε, τόσο που κάποτε ισχυρίστηκα δημοσίως ότι ο Κούνδουρος ήταν η αιτία για την οποία το κράτος αναγκάστηκε να επιβάλει το Σχέδιο “Καποδίστριας”, ώστε να περιορίσει κάπως την έκταση του ανησυχητικού αυτού φαινομένου.

Τώρα που ο κύκλος της ζωής του μεγάλου μου φίλου έκλεισε, καιρός είναι να κλείσει κι ο κύκλος αυτού του μικρού κειμένου μέσα στις αράδες ενός περιοδικού της Αίγινας, του τόπου όπου ξεκίνησε να παίρνει μορφή εκείνο το απόγεμα μιας Κυριακής του ’96. Κι ας λογαριαστεί κι αυτό σαν ένα ελάχιστο παράπλευρο ίχνος της παρουσίας του Νίκου Κούνδουρου στο νησί που αγάπησε, δίπλα στο μεγάλο αποτύπωμα της τέχνης και της μαστοριάς του: το σπίτι που έσπειρε σε μια πλαγιά της Αίγινας για να γίνει το καταφύγιο των χρόνων της ωριμότητάς του, ωραίο σαν τη μορφή του, ευρύχωρο σαν τη γεν- ναιοδωρία του και στέρεο σαν τη σοφία του.

Μ.Ε.
[Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Η Αιγιναία, τεύχος 28, Αίγινα 2018]

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ: