«Ούρλιαζε για να ΄χεις τη χαρά να ακούς τη φωνή σου» της Μαρία Καραμητσοπούλου

Είχα την τύχη και τη χαρά να βρεθώ, την εποχή της κρίσης, της απογοήτευσης και των θρυμματισμένων ψευδαισθήσεων, δίπλα στον Νίκο Κούνδουρο τα τελευταία έξι χρόνια του στον κόσμο, να γίνω ένα κομμάτι της ζωής του και να γίνει ένα κομμάτι της δικής μου ζωής. Μια συνάντηση μαγική, μια μύηση στην κοινωνία της παρουσίας του και του χρόνου του: «είμαστε μαζί». Δεν ήταν δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο με τον Κούνδουρο, εξάλλου πολλοί από τους φίλους του έχουν κοινωνήσει αυτού του είδους τον δεσμό. Γιατί ο Νίκος ήξερε να ακούει, μπορούσε να νιώσει τον άλλο δίπλα του. Σε αντιμετώπιζε με έναν τρόπο εξισωτικό. Πολλές φορές έλεγε: εγώ είμαι οι άλλοι, με νοιάζουν οι καημοί και τα βάσανά τους…
 
Δεν αρκεί να παρατηρείς μόνο τι λέει κάποιος αλλά και τι κάνει. Άλλωστε, συνήθως οι ιδέες ή οι πεποιθήσεις των ανθρώπων δεν ταυτίζονται με τις πράξεις τους, σπάνια αποτελούν ασφαλές κριτήριο για την αποτίμηση του χαρακτήρα τους. Έτσι, εκτός από το χρέος που ένοιωθα να βοηθήσω στην δημιουργία ενός αρχείου και να μελετήσω τον «κουνδουρικό» κόσμο, το αντάμωμά μας αυτό μού πρόσφερε ένα ανεκτίμητο μάθημα ζωής. Απροσάρμοστος και πάντα γοητευτικός, ο Κούνδουρος, λες και δεν ήταν του κόσμου τούτου. Μια φωτεινή και θαρραλέα παρουσία, μια παρρησία που αρδευόταν από την επιθυμία κι όχι από τη λογική, από τον οίστρο κι όχι από την υπαγόρευση. Μαθήτευσα στη γλώσσα του, στο τι σημαίνει να πηγαίνεις ενάντια στο ρεύμα, έζησα δίπλα του καταγράφοντας ενενήντα χρόνια ζωής σε ένα βιβλίο, ένα κομμάτι ζωντανής ιστορίας.
 
Καθοριστικό στοιχείο της ιδιοσυστασίας του ήταν ο πόνος. Έζησε τον πόλεμο, τα Δεκεμβριανά, τον εμφύλιο, την εξορία –τέσσερα χρόνια στη Μακρόνησο–, την επιβολή της απριλιανής χούντας, την εισβολή στην Κύπρο, την προδοσία –το τραύμα της ελληνικής ιστορίας. Έγραφε ο Κούνδουρος, λίγο καιρό μετά την προβολή της ταινίας του Οι Παράνομοι (1958) στο φεστιβάλ του Βερολίνου το 1961: «Το δράμα της Ελλάδας, με θύτη και θύμα την ίδια την πατρίδα, με βασανίζει σε κάθε μου βήμα. Αν δεν υπήρχε ο ασφυκτικός χώρος της μεταπολεμικής Ελλάδας, αν ο μεγαλύτερος εχθρός του Έλληνα δεν ήταν ο ίδιος ο Έλληνας, αν το Κράτος δεν ασκούσε τρομοκρατία επί δικαίους και αδίκους, ο πολίτης στην περίπτωσή μας εγώ, θα είχα επιλέξει για τα θέματα μου έναν άλλο δρόμο. Ο ιδεατός χώρος της ελευθερίας και η μοίρα του παγιδευμένου ανθρώπου μού είχανε γίνει πια έμμονη ιδέα. Εκ των υστέρων κατάλαβα πως αυτή η εμμονή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η προσωπική μου περιπέτεια και κοντά σ’ αυτήν και πολλών άλλων Ελλήνων παγιδευμένων σε μια μετεμφυλιακή κοινωνία και σε ένα κράτος που δεν μας ήθελε και δεν το θέλαμε.» Γράφει ο Δημήτρης Δημητριάδης στο δοκίμιό του Ο πόνος ως πόλη: «Ο πόνος λέει δεν υπάρχει σωτηρία. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να σώσουμε τον πόνο, για να είναι εκεί και να μας λέει δεν υπάρχει σωτηρία, και έτσι να σώσουμε τη ζωή ως γεγονός τραγικό.» Αν λοιπόν ο πόνος είναι ιδρυτικός, ο Κούνδουρος έκανε τέχνη τον πόνο, τον προσωπικό και τον συλλογικό πόνο.
 
Παροιμιώδης ήταν η αγάπη του για την Κρήτη. Σε όλες τις συνεντεύξεις του μνημόνευε πάντα το μεγάλο νησί, αφη- γούμενος και μια ιστορία για το πάθος του Κρητικού για λευτεριά, διανθισμένη κατά κανόνα με το ευφάνταστο πα- ραμυθάδικο πνεύμα του. «Απο εκεί», έλεγε, «έχω κληρο- νομήσει και τη “στουρνοσύνη” μου, εκείνο το σκοτεινό πείσμα που κάνει συχνά τις αρετές να γίνονται ελαττώματα». Λάτρευε τον λαϊκό πολιτισμό και τους λαϊκούς τεχνίτες, τους συνεχιστές μιας μακράς παράδοσης. Σαν αγιογράφος με προτίμηση στα κοσμικά θέματα, τέλη της δεκαετίας του ’50 ή αρχές του ’60, αν θυμάμαι καλά, βρί- σκει μια σπηλιά στον Άγιο Νικόλαο και φιλοτεχνεί μια νωπογραφία αποτυπώνοντας τις φιγούρες των προγόνων του με κρητικές φορεσιές, των Αποστόλων και των Βε- νετσιάνων κατακτητών, θέλοντας ταυτόχρονα να απαθα- νατίσει τον τόπο και τον χρόνο της Κρήτης. Το τελευταίο έργο του στο νησί, το 2012, το μνημείο της Αρπαγής της Ευρώπης, ήταν ένα γλυπτό που θα μπορούσε να συμβο- λίζει τη συντέλεια της ιστορίας του κόσμου, σαν να είχε διαισθανθεί τη θανάσιμη απειλή που αντιπροσώπευε για την ήπειρο η υποθήκευση της αξιοπρέπειάς της στην αγο- ραία χρηματοπιστωτική λογική. Καθοριστικό στοιχείο της καθημερινότητάς του ήταν η παρέα, οι φίλοι, κι ανάμεσά τους το σινάφι των ηθοποιών και των κινηματογραφικών συνεργείων. Ο Νίκος τραβούσε σαν το μέλι το ανθρώπινο μελισσολόι, κι ο κόσμος άνοιγε γύρω του και του ανοιγόταν. Ένα ήθος και μια κουλτούρα  ανοιχτοσύνης.
 
Ώρες ώρες, μάλιστα, η εμπιστοσύνη που έδειχνε στους άλλους έμοιαζε τυφλή και απροϋπόθετη. Η παντοτεινά ανοιχτή πόρτα του σπιτιού του, όχι μονο στο Μετς, αλλά και στην Κρήτη και στην Αίγινα, ήταν η ίδια η ψυχή του σκηνοθέτη, «η άπλα του ήταν η άπλα του ίδιου του Κούνδουρου», έγραφε το 1976 ο φίλος του Βασίλης Βασιλικός στο βιβλίο του 25ετία.
 
Ιδανικός εραστής των χρωμάτων, του φωτός, αλλά και των ονομάτων και των πάτριων αφηγήσεων –έζησε τον περισσότερο βίο του στην Ελλάδα με διάλειμμα επτά χρόνων την περίοδο της δικτατορίας– είχε για συντροφιά του ανθρώπους που τον ενέπνεαν, με αρκετούς από τους οποίους συνεργάστηκε, όπως ο Χατζιδάκις, ο Καμπα- νέλλης, ο Αργυράκης, ο Μοσκώφ, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Κουν, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος, ο Γκούφας και αρκετοί άλλοι. Κοινό τους όραμα, μια Ελλάδα διαφορετική από εκείνη που επισωρεύει τη μια τραγωδία πάνω στην άλλη –πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, δικτατορία, που προσπαθώντας να επουλώσει τις πληγές της πέφτει στα νύχια των κερδοσκόπων και των δημαγωγών. Μοιράστηκα μαζί του την τέχνη της περιπλάνησης στα στέκια της γειτονιάς: μια στάση στο κουρείο του Άντρεα, στο ξυλουργείο του Θανάση, στο ατελιέ του Χρήστου, μια καλημέρα στον Γεράσιμο, ένας καφές στο Οντεόν παρέα με φίλους, τον Μπάμπη, τον Σπύρο και τον πρέσβη, τα επίμονα χτυπήματα του κουδουνιού στο σπίτι του Μάνου, το υποχρεωτικό πέρασμα από την καντίνα της λαϊκής κάθε Παρασκευή, μια βόλτα με το ιστορικό Μίνι Κούπερ με οδηγό την αγαπημένη του σύντροφο Σωτηρία –στην οποία ώφειλε, μεταξύ άλλων, την απαλλαγή του από την έγνοια της καθημερινής μέριμνας. Και γύρω του ο κόσμος. Πλησίαζε τον καθένα, μια ζεστασιά ανθρώπινη άχνιζε ολόγυρά του. Αρκεί να μπορούσες να αφεθείς να σε αγγίξει, να σε σαγηνεύσει, να σε ταξιδέψει. Οι πρω- ταγωνιστές των έργων του ήταν στο δρόμο, σώματα που εκτίθενται, πρόσωπα-τοπία, και ξαφνικά το μάτι του ζωγράφου που πιάνει μια λεπτομέρεια. Μου έλεγε, «κοίτα το φώς πως περνάει μέσα από τα φύλλα του κλαδιού του δέντρου»…, «κοίτα με τι δεξιοτεχνία έχει στήσει αυτός τον πάγκο του στη λαϊκή, δες τα χρώματα από τις ντομάτες και τις πολυχρώμες πιπεριές», «μα κοίτα το πρόσωπο αυτό»... «Το μέλλον σου! Μαρία», όταν έβλεπε κάποια κυρία ηλικιωμένη.
 
Ατρόμητος, ακούραστος, αντιμέτωπος με τις σαγήνες του έρωτα και τα καταχθόνια μάγια του θανάτου. Καθόλου γκρινιάρης, μόνο ελάχιστες φορές άφηνε να διαφανεί μια θλίψη μιλώντας για εκείνο το κακό όνειρο, τον εφιάλτη:
 
«Με κυνηγάνε τα φαντάσματα αυτών που πέθαναν, πολύ συχνά. Και οι φωνές αυτών που ζουν ακόμα…» Τυχεροί όσοι τον γνώρισαν, και κυρίως όσοι δούλεψαν μαζί του, γιατί αξιώθηκαν να νιώσουν πώς συλλαμ- βάνεται μια σκηνή ενός έργου, να μοιραστούν την ομορφιά της γέννας μιας καλλιτεχνικής ιδέας, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στην αγιογραφία, στη γλυπτική, στο θέατρο, στο γράψιμο, στο σινεμά. Ή να γίνουν μάρτυρες μιας χειρονομίας πολιτικής ανυπακοής, καθώς το μεγαλύτερο πάθος του ήταν η δικαιοσύνη. «Ούρλιαζε για να ’χεις τη χαρά να ακούς τη φωνή σου, πάλη για την πάλη», έλεγε, «κι εμείς παλεύουμε ακόμα, κι ας γνωρίζουμε ότι νίκη δεν υπάρχει…»
 
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν έγραφε στο Μονόδρομο: «Όταν ένας πολύ κοντινός μας άνθρωπος πεθαίνει, υπάρχει κάτι στις εξελίξεις των επόμενων μηνών για το οποίο θαρρούμε πως διακρίνουμε ότι –όσο κι αν θέλαμε να το είχαμε μοιραστεί μαζί του– δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί παρά μόνο χάρη στην απομάκρυνσή του». Η τέχνη του βίου και το βίωμα της τέχνης του Νίκου Κούνδουρου ας γίνει για εμάς τους «περιλειπομένους» μάθημα ζωής, ζωής με λογισμό, όνειρο, ποίηση κι ελπίδα. Ένα κάλεσμα για τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στην περιρρέουσα βαρβαρότητα, για να παραμείνει θαλερή η ουτοπία και αμάραντη η επιθυμία.
 
Μαρία Καραμητσοπούλου
Επιμέλεια αφιερώματος στον Νίκο Κούνδουρο

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ: